- κουφαίνω
- assourdir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουφαίνω — κουφαίνω, κούφανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουφαίνω — (Μ κουφαίνω) [κουφός] κάνω κάποιον κουφό νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι λίγο κουφός, βαριακούω 2. φρ. «μάς κούφανες» είπες κάτι παράδοξο και προκάλεσες μεγάλη εντύπωση … Dictionary of Greek
κουφαίνω — κούφανα, κουφάθηκα, κουφαμένος 1. κάνω κάποιον κουφό: Μας κούφαναν οι καμπάνες. 2. είμαι λίγο κουφός: Κουφαίνω από το ένα αυτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκοιλαίνω — (AM ἐγκοιλαίνω) καθιστώ κάτι κοίλο, βαθουλώνω, κουφαίνω … Dictionary of Greek
εκκωφώ — (I) ( έω) (Α ἐκκωφῶ, έω) 1. κάνω κάποιον κουφό, ξεκουφαίνω 2. παθ. παθαίνω ζάλη, ζαλίζομαι 3. παθ. χάνω τη δύναμή μου, δεν λειτουργώ. (II) ( όω) (Α ἐκκωφῶ, όω) 1. κάνω κάποιον κουφό, κουφαίνω 2. παθ. αδιαφορώ, υποκρίνομαι τον κουφό 3. παθ.… … Dictionary of Greek
κουφός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
κωφώνω — (AM κωφῶ, όω, Μ και κωφώνω) [κωφός] προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω (μσν. αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» πνίγω τα δάκρυα β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.) αρχ. παθ. κωφοῡμαι, όομαι α) είμαι νωθρός σε … Dictionary of Greek
αποκουφαίνω — ανα, άθηκα, κουφαίνω εντελώς κάποιον, ξεκουφαίνω κάποιον (με φωνές, θόρυβο κτλ.): Θα τον αποκουφάνετε τον παππού με τις φωνές σας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)